εμποτισμός

εμποτισμός
ο
το εμπότισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμποτισμός — ο η εμπότιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπυριτίωση — η ο εμποτισμός των κυτταρικών μεμβρανών ορισμένων φυτών με πυριτικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • διαπότιση — η πλήρης εμποτισμός, μούσκευμα, κατάβρεγμα …   Dictionary of Greek

  • επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • παραφίνωση — Κατά την παρασκευή των νημάτων για την υφαντουργία και την εριουργία, είναι γενικά απαραίτητο να εναποτεθεί στην επιφάνεια του νήματος ένα ελαφρότατο στρώμα παραφίνης, για να στιλβωθούν και να προσκολληθούν οι ίνες στο νήμα, ώστε να λιπανθεί και… …   Dictionary of Greek

  • κάτγκουτ — Είδος λεπτού και δυνατού χειρουργικού ράμματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτές αποστειρωμένες ταινίες εντέρου σαρκοφάγων ή χορτοφάγων ζώων, συχνότερα αρνιού ή αλόγων. Αποτελείται από οργανική ύλη, έχει την ιδιότητα να απορροφάται από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”